τυροκομία

Greek Monolingual

η, Ν
1. η τέχνη της παρασκευής τυριού
2. ο αντίστοιχος κλάδος της βιομηχανίας τροφίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].