τυφλάγκιστρον

English (LSJ)

τό, blunt hook, Heliod. ap. Orib.45.6.6, 45.18.8, Paul.Aeg.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

τυφλάγκιστρον: τό, ἀμβλὺ ἄγκιστρον, Ὀρειβάσ. 4, σελ. 53 (Daremb.).