τόλμησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, a reckless act, Pl.Def.412c.
German (Pape)
[Seite 1126] ἡ, das Dreist- od. Kühnsein, das Wagen, Plat. def. 412 c.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
τόλμησις: ἡ, τὸ τολμᾶν, τόλμη, αἰδὼς τολμήσεως ὑποχώρησις ἑκουσία Πλάτ. Ὅροι 412C.