τόξευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, a shooting with the bow, metaph., ὀμμάτων Lib.Descr.30.8,9.

German (Pape)

[Seite 1128] ἡ, das Bogenschießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τόξευσις: ἡ, τὸ τοξεύειν, τόξευμα, ταῖς τῶν ὀμμάτων τοξεύσεσιν Λιβάν. τ. 4, 1070, 34.