τόρευσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = caelatura, Gloss.; cf. τόρνευσις.

German (Pape)

[Seite 1130] ἡ, = τορεία, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τόρευσις: ἡ, = τορεία, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-εύσεως, ἡ, Α τορευω
η τορεία.