τύμβειος

English (LSJ)

α, ον, sepulchral, κρηπίς Lyc.882; later written τύμβιος (q.v.).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sépulcral, funéraire.
Étymologie: τύμβος.

German (Pape)

[Seite 1161] zum Grabe gehörig, Begräbnisse gehörig, Lycophr. 882.

Greek (Liddell-Scott)

τύμβειος: -α, -ον, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ τύμβιος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-εία, -ον, Α τύμβος
(μτγν. τ.) τύμβιος.