τύπης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1162] ὁ, erkl. Hesych. πλήκτης.
Greek (Liddell-Scott)
τύπης: -ου, ὁ, ὁ τύπτων, κτυπῶν, «τύπης· πλήκτης» Ἡσύχ., Θεογνώστ. Κανόν. 24. 30, Ζωναρ. 1754.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ. και τον Θεόγνωστ.) αυτός που χτυπά κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + κατάλ. -ης. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε τύπ-της (< τύπτω)].