τύτε

English (LSJ)

Adv., said to be Aeol. for τότε, An.Ox.1.64. τύτη· τὸ αὐτόθι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τύτε: Αἰολ. τύπος ἀντὶ τότε ἐν Κραμήρου Ὀξ. Ἀνέκδ.· τόμ. 1. σ. 64, 5: «παρὰ τοῖς Αἰολεῦσι εὑρίσκομεν τὸ μόγις, μύγις· τότε τύτε».

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (αιολ.τ.) βλ. τότε.