τύψις

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A beating, δάκρυα καὶ τ. προσώπων J.AJ19.1.17.
2 = τύμμα, Nic.Th.921,933.

German (Pape)

[Seite 1167] ἡ, das Schlagen, Hauen, Stoßen; auch = τύμμα; Nic. Th. 921. 933; Schol. Opp. Hal. 3, 557.

Greek (Liddell-Scott)

τύψις: -εως, ἡ, κτύπημα, δάκρυα καὶ τ. προσώπων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 19. 1, 17. 2) = τύμμα. Νικ. Θηρ. 921. 933.