τώ

French (Bailly abrégé)

duel, aux trois genres, de l'art. ὁ, ἡ, τό.

Greek Monolingual

(I)
Α
(άρθρ.) (δοτ. εν.) βλ. ο.
(II)
Α
(ερωτ. αντων.) (αττ. τ. δοτ. εν.) βλ. τίς.

Russian (Dvoretsky)

τώ: dual. к ὁ, ἡ, τό.