τὠργείου
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τὠργείου Dor. crasis voor τῶ (=τοῦ) Ἀργείου.
Greek Monotonic
τὠργείου: Δωρ. κράση αντί Ἀργείου.
Greek (Liddell-Scott)
τὠργείου: κατὰ Δωρικ. κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ Ἀργείου, Πινδ. Ι. 2. 15.
Russian (Dvoretsky)
τὠργείου: дор. Pind. = τὸ Ἀργείου.