υιοθέτηση

Greek Monolingual

η / υἱοθέτησις, -ήσεως, ΝΜΑ υἱοθετῶ
(κυριολ. και κυρίως μτφ.) η υιοθεσία (α. «έγινε η υιοθέτησή του τελικά μετά από πολύμηνη ταλαιπωρία στα δικαστήρια» β. «υιοθέτηση της πρότασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»).