Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υμνολόγος
Greek Monolingual
ο, η / ὑμνολόγος, -ον, ΝΜΑ αυτός που ψάλλει ή συνθέτει εκκλησιαστικούς, ιδίως, ύμνους νεοελλ. αυτός που απευθύνει ύμνους σε κάποιον, που εξυμνεί, που εγκωμιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ.<ὕμνος+ -λόγος].