υπερώδυνος

Greek Monolingual

-ον, Α
πάρα πολύ οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ-ώδυνος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].