-ον, Α(για αρτηρία) αυτός που βρίσκεται κάτω από τον καρπό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (ΙΙ) + κατάλ. -ιος (πρβλ. μετα-κάρπ-ιον)].