υποκίτρινος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
λίγο κίτρινος, κιτρινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κίτρινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θ. Ηλιάδη].