υποκαλύπτω

Greek Monolingual

ΜΑ
καλύπτω κάτι από κάτω ή το καλύπτω λίγο
αρχ.
μτφ. αμαυρώνω («ὑπεκάλυψεν ἡμᾶς ἡ ἀτιμία ἡμῶν», ΠΔ).