υποπολλαπλάσιο
Greek Monolingual
το, Ν
μαθ. το πηλίκον της διαίρεσης ενός αριθμού με έναν από τους διαιρέτες του («το 3 είναι υποπολλαπλάσιο του 15»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. ὑποπολλαπλάσιος.
το, Ν
μαθ. το πηλίκον της διαίρεσης ενός αριθμού με έναν από τους διαιρέτες του («το 3 είναι υποπολλαπλάσιο του 15»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. ὑποπολλαπλάσιος.