ὑπορύσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. ὑπορύττω Αυποσκάπτωαρχ.φρ. «ύπορύττω τὰ ἀπόρρητα» — προδίδω, κοινολογώ τα μυστικά (Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀρύσσω «σκάβω»].