Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
υποστιβάδα
Greek Monolingual
η, Ν φυσ.-χημ. το σύνολο τών ηλεκτρονικών καταστάσεων ενός ατόμου οι οποίες χαρακτηρίζονται από τον ίδιο κύριο και δευτερεύοντα κβαντικό αριθμό, αλλ. υποστάθμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. subshell].