Α φλέγω1. θερμαίνω βάζοντας φωτιά αποκάτω2. μέσ. ὑποφλέγομαιμτφ. καίγομαι σιγά σιγά («ὑποφλέγεσθαι τὴν καρδίαν ἐπί τινι», Ρητ.).