υπόσαγμα

Greek Monolingual

το, Ν
χοντρό μάλλινο ύφασμα, το οποίο τοποθετείται στην ράχη ζώου, κάτω από το σαμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + σάγμα «σαμάρι». Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Π. Θ. Κολοκοτρώνη].