υπόχρυσος

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόχρυσος, -ον, ΝΑ
1. επίχρυσος
2. αυτός που χρυσίζει
αρχ.
1. αυτός που περιέχει χρυσό («γῆ ὑπόχρυσος», Πολυδ.)
2. ο υπερβολικά πλούσιος («ἄλλον τινὰ Κρῆτα νεανίσκων τῶν ὑποχρύσων ἐθήρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + χρυσός (πρβλ. ἐπί-χρυσος, περί-χρυσος)].