φάντασις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = φαντασία, φήμη καὶ φ. Pl.Ti.72b, cf. Demetr.Lac.Herc.1055.3, Plot.3.6.7, 13: pl., portents, τερατολόγοι φαντάσεις ἐς ἀεὶ προὔλεγον Procop.Pers.2.30.

German (Pape)

[Seite 1255] ἡ, = φαντασία, das Gesicht, Plat. Tim. 72 b.

Russian (Dvoretsky)

φάντᾰσις: εως ἡ видение Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φάντᾰσις: -εως, ἡ, = φαντασία ΙΙ. 2, Λατιν. visum, Πλάτ. Τίμ. 72Β.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α φαντάζω, -όμαι]
1. φαντασία
2. αποκύημα φαντασίας.