3ᵉ sg. impf. Moy. épq. de φημί.
φάτο: Επικ. αντί ἔφᾰτο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του φημί.
φάτο: эп. (= ἔφατο) 3 л. impf. med. к φημί.