φήτρη

English (LSJ)

φητρία, v. φράτρα.

German (Pape)

[Seite 1269] ἡ, ion. = φάτρα, s. φράτρα.

Greek (Liddell-Scott)

φήτρη: φητρία, ἴδε ἐν λ. φράτρα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ιων.τ.) βλ. φράτρα.