φίλιστος

English (LSJ)

φίλιστον, v. φίλος IV.

German (Pape)

[Seite 1278] superl. zu φίλος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
v. φίλος.

Russian (Dvoretsky)

φίλιστος: Soph. superl. к φίλος I.

Greek (Liddell-Scott)

φίλιστος: -ον, ἴδε φίλος IV.

Greek Monolingual

-ον, Α
υπερθ. τ. της λ. φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλος + κατάλ -ιστος του υπερθ. βαθμού. Για τον σχηματισμό βλ. και λ. φίλος].