φίλιχθυς
English (LSJ)
[φῐ], ῠος, ὁ, ἡ, fond of fish, Polem. Hist.66, Ath.8.358d.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, ἡ, fischliebend, Fischliebhaber, Ath. VIII, 358 d.
Greek (Liddell-Scott)
φίλιχθυς: -υος, ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἰχθῦς, Ἀθήν. 358D.
Greek Monolingual
-ίχθυος, ό, ἡ, Α
αυτός που του αρέσουν τα ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἰχθύς].