φαιδιμόεις

English (LSJ)

φαιδιμόεσσα, φαιδιμόεν, = φαίδιμος (shining, famous, glorious, radiant, glistening, sleek, glossy), Il. 13.686.

German (Pape)

[Seite 1250] εσσα, εν, seltnere poet. Nebenform statt φαίδιμος, Il. 13, 686 φαιδιμόεντες Ἐπειοί.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. φαίδιμος.

Russian (Dvoretsky)

φαιδῐμόεις: όεσσα, όεν Hom. = φαίδιμος.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδῐμόεις: εσσα, εν, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ.· Λοκροὶ καὶ Φθῖοι καὶ φαιδιμόεντες Ἐπειοὶ Ἰλ. Ν. 686.

English (Autenrieth)

φαίδιμος.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
φαίδιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. του επιθ. φαίδιμος σχηματισμένος με την κατάλ. -όεις για μετρικούς λόγους].

Greek Monotonic

φαιδῐμόεις: -εσσα, -εν, ισοδ. τύπος του επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.