φαιρίδδω

English (LSJ)

Lacon. or Boeot. for σφαιρίζω, and φαιρωτήρ for σφαιρωτήρ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φαιρίδδω: Λακ. ἢ Βοιωτ. ἀντὶ σφαιρίζω, «φαιρίδδειν (Λακ.). σφαιρίζειν» Ἡσύχ. Ahrens D. D. σ. 97.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρίζω.