φαιρωτήρ

English (LSJ)

Laconian or Boeotianfor σφαιρωτήρ, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φαιρωτήρ: σφαιρωτήρ, «φαιρωτήρ· σκύτος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρωτήρ.