Laconian or Boeotianfor σφαιρωτήρ, Hsch.
φαιρωτήρ: σφαιρωτήρ, «φαιρωτήρ· σκύτος» Ἡσύχ.
-ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. σφαιρωτήρ.