φαλίζει

English (LSJ)

θέλει, Hsch. φαλικρόν· ἄκρατον, Id.(cf. χαλ-).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «θέλει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέλω.