φαλαινοθηρία

Greek Monolingual

η, Ν
(αλιευτ.) αλιεία φαλαινών για την παραγωγή τροφής, ελαίου ή και τών δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλαινοθήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον 'Αγγ. Βλάχο].