φανοποιός

Greek Monolingual

ο, Ν
ο φαναρ(ι)τζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανός (Ι) «πυρσός» + -ποιός. Η λ. μαρτυρείται στον Πρυτανικό Λόγο του 1865].