φαντί

English (LSJ)

Doric 3 pl. pres. of φημί.

Russian (Dvoretsky)

φαντί: дор. Pind., Theocr. 3 л. pl. praes. к φημί.

Greek (Liddell-Scott)

φαντί: Δωρ. γ΄ πληθ. ἐνεστ. τοῦ φημί.

Greek Monotonic

φαντί: Δωρ. αντί φασί, γʹ πληθ. του φημί.