φαρμακοχημεία
Greek Monolingual
η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της χημείας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις προερχόμενες από τα φαρμακευτικά φυτά ουσίες.
η, Ν
(παλ. όρος) μέρος της χημείας που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις προερχόμενες από τα φαρμακευτικά φυτά ουσίες.