φαρσοφόρος

English (LSJ)

ὁ, = signifer, vexillarius, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

φαρσοφόρος: ὁ, σημαιοφόρος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
σημαιοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + -φόρος].