φασήλιον

English (LSJ)

τό, Dim. of φάσηλος, POxy.1656.8 (iv/v A. D.), Glossaria
2 = ἰσόπυρον, Dsc.4.120.

German (Pape)

[Seite 1257] τό, u. φασηλίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Sp.

Greek Monolingual

τὸ, Α φάσηλος
1. υποκορ. τ. του φάσηλος·2. το φυτό ἰσόπυρον.