και φασιστής, ο, θηλ. φασίστρια, Ν1. οπαδός του φασισμού2. (κατ' επέκτ.) άνθρωπος με φασιστική νοοτροπία και συμπεριφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascista (βλ. και λ. φασισμός)].