φατνίο

Greek Monolingual

το / φατνίον, ΝΜΑ φάτνη
1. υποκορ. τ. του φάτνη
2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα του οστού της φατνιακής απόφυσης της άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών.