φατνεύω

English (LSJ)

feed at the manger, Thd.Pr.14.4 (Pass.), Oenom. ap. Eus.PE5.34 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 1258] an der Krippe mästen, Oenom. b. Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

φατνεύω: τρέφω ἐν τῇ φάτνῃ, τιμᾶν ἄνδρας πεφατνευμένους, «τοὺς ἀθλητὰς λέγει διὰ τὴν σωμασκίαν καὶ ἀναγκοφαγίαν» (Σχόλ.), Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 232C.

Greek Monolingual

Α φάτνη
(συν. το παθ.) φατνεύομαι
τρέφομαι σε φάτνη.