φεγγοβολέω

English (LSJ)

= ἀκτινοβολέω, ἀκτῖσι Σελήνην Man.4.367, cf. 264, 571: shine, ib.527.

German (Pape)

[Seite 1259] Licht werfen, leuchten, Maneth. 4, 264.

Greek (Liddell-Scott)

φεγγοβολέω: ὡς καὶ νῦν, ἐκπέμπω φῶς, λάμπω, Μανέθων 4. 264, 367, κλπ.