v. Φείδων.
-εία, -ον, και φειδώνιος, -ία, -ον, Α Φείδωναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Φείδωνα, βασιλιά του Άργους («Φειδωνείῳ μέτρῳ», Θεόφρ.).