φεράλιος

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for Φερήλιος, bringing sunshine, Hymn.Is. 30.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ. του αμάρτυρου φερήλιος) αυτός που εκπέμπει ηλιακό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -ᾱλιος (< ἥλιος)].