φερέχαιρος
Greek (Liddell-Scott)
φερέχαιρος: Γαβριήλ, ὁ τὸ χαῖρε φέρων τῇ Μαρίᾳ, Θεόδ. Στουδ. σ. 741, ἔκδ. Mi.
Greek Monolingual
-ον, Μ
(ως προσωνυμία του αρχαγγέλου Γαβριήλ) αυτός που μεταφέρει τον χαιρετισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + χαῖρε].