φεόγω

English (LSJ)

= φεύγω, SIG194.3,24 (Amphipolis, iv B. C.), 283.11 (Chios, iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

φεόγω: εὕρηται δὶς ἔν τινι Ἀμφιπολιτ. ἐπιγραφῇ (Συλλ. Ἐπιγρ. 2008) ἀντὶ τοῦ φεύγω.

Greek Monolingual

Α
βλ. φεύγω.