φθάζω

English (LSJ)

= φθάνω, Sch.A.R.2.1219.

Greek Monolingual

ΜΑ
φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φθάνω σχηματισμένος από τον μέλλ. φθάσω].