φθέωμεν

English (LSJ)

φθέωσι, φθήῃ, φθῇσιν, v. φθάνω.

French (Bailly abrégé)

1ᵉ pl. sbj. ao.2 de φθάνω.

Russian (Dvoretsky)

φθέωμεν: эп. 1 л. pl. aor. 2 conjct. к φθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

φθέωμεν: φθέωσιν, φθήῃ, φθῇσιν, ἴδε ἐν λέξ. φθάνω.

English (Autenrieth)

see φθάνω.

Greek Monotonic

φθέωμεν: φθέωσιν, Επικ. αντί φθῶμεν, φθῶσιν, αʹ και γʹ πληθ. υποτ. αορ. βʹ του φθάνω.