φθονητός

Greek (Liddell-Scott)

φθονητός: -ή, -όν, ὃν φθονεῖ τις, ὁ φθονούμενος, Κλήμ. Ἀλεξ. 832.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθονητός, -ή, -όν, ΝΑ φθονῶ
αυτός για τον οποίο αισθάνεται κανείς φθόνο, επίφθονος.