φθῖτο

English (LSJ)

v. φθίω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. opt. ao.2 Moy. de φθίω.

Russian (Dvoretsky)

φθῖτο: эп. 3 л. sing. opt. med. к φθίω.

Greek (Liddell-Scott)

φθῖτο: ἴδε ἐν λ. φθίω.

Greek Monotonic

φθῖτο: Επικ. γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του φθίω.